Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Η πολιορκία και η Άλωση της Θεσσαλονίκης






29 IOYΛΙΟΥ 904 μ.Χ
Οι Θεσσαλονικείς πληροφορήθηκαν για την επικείμενη επίθεση των Αράβων από τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα λίγες μέρες πριν φτάσει ο στόλος τους στα ανοιχτά της πόλης[1] .  Η πόλη ήταν απροετοίμαστη ως τότε αφού τα τείχη τα θαλάσσια ήταν σχετικά χαμηλά και όχι σε καλή κατάσταση και αυτό γέμισε με τρόμο τους απειροπόλεμους κατοίκους της[2] .
Νέος απεσταλμένος του Λέοντα έφθασε όμως με στόχο να βοηθήσει στην άμυνα της πόλης. Ονομαζόταν Πετρωνάς και είχε το αξίωμα του Πρωτοσπαθαρίου[3]. Διαπίστωσε άμεσα πως ήταν αδύνατο να ψηλώσουν τα τείχη σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστούν απρόσβλητα από τα εχθρικά πλοία που διέθεταν υπερυψωμένη πρύμνη και μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα . Έτσι έθεσε σε εφαρμογή ένα άλλο φιλόδοξο σχέδιο που εμφάνιζε πολλές πιθανότητες επιτυχίας . Συγκέντρωσε μάρμαρα και άλλους λίθους από το αρχαιοελληνικό  νεκροταφείο της πόλης και άρχισε να τις ποντίζει στη θάλασσα ώστε αυτή να καταστεί αβαθής με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσεγγίσουν σε μικρή απόσταση τα εχθρικά πλοία τα θαλάσσια τείχη[4] .
Ήταν μια έξυπνη λύση που πολύ πιθανώς θα βοηθούσε σημαντικά την αμυντική προσπάθεια αλλά δεν προχώρησε αφού σύντομα ήρθε νέος αξιωματούχος για  αναλάβει την διοίκηση της πόλης . Ήταν ο Λέοντας Χατζιλάκης ή Χατζιλάκιος , που είχε διαφορετικές αντιλήψεις επί του πρακτέου με τον Πετρωνά [5]. Έτσι διέταξε να σταματήσουν οι εργασίες για την μείωση του βάθους της θάλασσας και έστρεψε την προσοχή του αλλά και το εργατικό δυναμικό της πόλης στην επισκευή των θαλασσίων τειχών και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανύψωση τους[6] .
Παράλληλα έφθαναν συνεχώς πρόσφυγες που διέδιδαν πληροφορίες και φήμες για την προσέγγιση του Αραβικού στόλου . Οι αφηγήσεις για τη συμπεριφορά των Μουσουλμάνων ήταν τρομερές και γέμισαν με μεγαλύτερο φόβο τις καρδιές των Θεσσαλονικέων [7].
Η ατυχία χτύπησε όμως ξανά , γιατί ο Χατζιλάκης που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα τραυματίστηκε πέφτοντας από το άλογο του έχοντας πάρει να υποδεχθεί τον Νικήτα έναν ακόμη στρατηγό που είχε παρουσιαστεί για να βοηθήσει [8].
Οι εργασίες στα τείχη προχωρούσαν αλλά ήταν προφανές πως δεν υπήρχε χρόνος για να αποκατασταθούν τα κακώς κείμενα τόσων ετών. Αποφασίστηκε λοιπόν να κατασκευαστούν ξύλινοι πύργοι στα πιο αδύναμα σημεία του θαλασσίου τείχους , αρκετά ψηλοί ώστε να επιτρέπουν την ασφαλή χρήση τόξων από τους υπερασπιστές της πόλης [9]. Βέβαια δεν υπήρχαν ψευδαισθήσεις για το κατά πόσο επαρκούσαν οι δυνάμεις που προστάτευαν την πόλη . Οι Θεσσαλονικείς ήταν απειροπόλεμοι και έπρεπε να αναζητηθεί βοήθεια από τις γύρω περιοχές , ιδίως από Σκλαβηνούς που κατοικούσαν κοντά στη Θεσσαλονίκη [10]. Παρά όμως τις εκκλήσεις των διοικητών της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ λίγοι αυτοί που παρουσιάστηκαν για να συνδράμουν στην άμυνα της πόλης , ενώ ο στρατηγός του γειτονικού θέματος του Στρυμόνα αδιαφόρησε εντελώς και δεν έκανε το παραμικρό για να βοηθήσει[11] .
Έχοντας χάσει λοιπόν κάθε ελπίδα για εξωτερική βοήθεια οι Θεσσαλονικείς άρχισαν να προετοιμάζονται ψυχολογικά ξέροντας πως αν δεν τα κατάφερναν να αποκρούσουν την επίθεση η πόλη τους θα καταστρεφόταν ολοκληρωτικά και οι ζωές τους φυσικά θα αντιμετώπιζαν μια μοίρα δυσάρεστη  , που πιθανότητα θα κατέληγε στο θάνατο ή τη σκλαβιά [12].
Τα αραβικά πλοία φάνηκαν στις 2 Ιουλίου και οι υπερασπιστές της πόλης παρατάχθηκαν στα τείχη έτοιμοι για μάχη . Από τις επάλξεις μπορούσαν να παρατηρούν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου που πλησίαζε . Ο Τριπολίτης αφιέρωσε λίγο χρόνο στο να μελετήσει την άμυνα της πόλης ώστε να βρει πρόσφορο σημείο για να εξαπολύσει την επίθεση των δυνάμεων του [13]. Με το πλοίο του έκανε το γύρο των τειχών ενώ τα υπόλοιπα πλοία παρέμεναν αγκυροβολημένα στα ανοικτά [14].
Απευθείας προσβολή του λιμανιού ήταν δύσκολο να γίνει αφού υπήρχε και προστατευτική αλυσίδα , αλλά παράλληλα είχαν οι Βυζαντινοί προνοήσει ώστε να προχωρήσουν στην αυτοβύθιση μερικών πλοίων ώστε να φραχθεί αποτελεσματικά η είσοδος του .[15]  Έτσι αποφάσισε να επιτεθεί κατά των θαλασσίων τειχών και έστρεψε τους άντρες του προς τα εκεί οι οποίοι μετέφεραν σκάλες για να καταφέρουν να ανέβουν σε αυτά . Όμως καθώς κολυμπούσαν για να φθάσουν εκεί ήταν εύκολος στόχος για τους αμυνόμενους τοξότες που έσπειραν το θάνατο στους επιδρομείς[16] . Παράλληλα ο στρατηγός Νικήτας διέτρεχε τα τείχη και προσπαθούσε να εμψυχώσει τους υπερασπιστές τους ενώ φρόντισε να κατανείμει τους πιο αξιόμαχους υπασπιστές τους ανάμεσα τους[17] . Οι Άραβες παρότι είχαν υποστεί απώλειες δεν εγκατέλειψαν τις επιθέσεις τους και συνέχισαν να εξαπολύουν εφόδους κατά των τειχών , μάταια όμως αφού όλες αποκρούστηκαν . Έτσι το βράδυ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν αλλά φρόντισαν να κρατούν τους αμυνόμενους σε αγωνία αφού άναψες μεγάλες φωτιές και έκαναν πως προετοίμαζαν τις πολιορκητικές τους μηχανές για νυκτερινή επίθεσή ή για κάποια αιφνιδιαστική πρωινή έφοδο [18]. Ήταν επόμενο ασφαλώς να υπάρχει αυξημένη επαγρύπνηση από τους Θεσσαλονικείς εκείνο το βράδυ ενώ και το ηθικό τους ήταν ανεβασμένο από την σχετικά εύκολη απόκρουση των επιθέσεων της πρώτης μέρας της πολιορκίας [19].
Η δεύτερα μέρη της πολιορκίας αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερη από πολύ νωρίς μάλιστα . Με το πρώτο φως της ημέρας οι Άραβες επιτέθηκαν αλλά με διαφορετική τακτική . Αντί για επιθέσεις σε ένα και μόνο σημείο , εξαπέλυσαν τοπικές εφόδους σε πολλά σημεία των τειχών για να διασπάσουν την προσοχή των υπερασπιστών με την προοπτική να επιτύχουν ένα ευκαιριακό ρήγμα που θα τους επέτρεπε να διεισδύσουν στην πόλη . Έκαναν εκτεταμένη χρήση τοξευμάτων αλλά και πετροβόλων μηχανών που είχαν κατασκευάσει στη Θάσο λίγο καιρό πριν καθώς προετοιμάζονταν για την επίθεση στη Θεσσαλονίκη [20]. Οι επτά καταπέλτες τους επικέντρωσαν όμως τις βολές τους κατά της Πύλης της Ρώμης με προφανή στόχο να την ρίξουν ή να δημιουργήσουν ρήγμα που να επιτρέπει έφοδο[21] . Αυτή τη φορά οι Άραβες έφτασαν κοντά στο στόχο τους αφού κατάφεραν να πλησιάσουν με τις σκάλες τους στα τείχη αλλά κάθε προσπάθεια τους να ανεβούν απέβη άκαρπη αφού οι αμυνόμενοι φόνευαν όσους ανέβαιναν [22]
Βλέποντας πως οι σκάλες και οι πολιορκητικές μηχανές δεν αρκούσαν για να παραβιαστούν τα τείχη και οι αμυνόμενοι μάχονταν σθεναρά προχώρησαν σε ένα άλλο σχέδιο .  Θα έβαζαν φωτιά σε δύο από τις πύλες του ανατολικού τείχους και αφού τις έκαιγαν θα ήταν εύκολο να διεισδύσουν στην πόλη αφού δεν θα υπήρχε πια κάτι για να τους σταματήσει . Αν έπεφτε επομένως το προτείχισμα και οι μεγάλες πύλες του , το εσωτερικό τείχος δεν θα επαρκούσε για άμυνα [23].
Για αυτό το σχέδιο τους χρησιμοποίησαν μεγάλες άμαξες πάνω στις οποίες τοποθέτησαν μικρά αλιευτικά σκάφη στα οποία αφού τα αναποδογύρισαν τις γέμισαν με φρύγανα εμποτισμένα με θειάφι και πισσα ώστε να είναι εύφλεκτα . Προστατευμένοι από τις άμαξες και τις ασπίδες τους έφτασαν κοντά στις πύλες και τότε έβαλαν φωτιά . Έπειτα υποχώρησαν καλυπτόμενοι ως την ασφάλεια που τους παρείχαν οι φίλιοι τοξότες πίσω στις γραμμές τους . Από εκεί μπορούσαν με ευχαρίστηση να παρακολουθούν το σχέδιο τους να υλοποιείται καθώς σύντομα οι δύο πύλες καταστράφηκαν από τη φωτιά [24]. Αυτό το γεγονός τρομοκράτησε τους κατοίκους που έπρεπε να βρουν γρήγορα αντίμετρα καθώς ήταν προφανές πως οι Άραβες θα ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν το ίδιο τέχνασμα και για τις πύλες του εσωτερικού τείχους [25].  Προχώρησαν λοιπόν στην κατασκευή τειχισμάτων στην εξωτερική πλευρά των πυλών ώστε να είναι αδύνατο να φτάσει η φωτιά ως αυτές ενώ μετέφεραν νερό μέσα σε καζάνια  για να μπορούν να σβήνουν έγκαιρα τις φλόγες αν  απειλούσαν τις πύλες [26]. Η κίνηση των αμυνομένων έγινε όμως αντιληπτή από τους πολιορκητές που δεν επανέλαβαν το σχέδιο τους αλλά αρκέστηκαν σε βολές τοξευμάτων και χρήση των καταπελτών τους μέχρι που νύχτωσε και έπαυσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις[27] .
Φάνηκε λοιπόν πως και αυτή η επίθεση των επιδρομέων είχε αποκρουστεί και ίσως για τους αμυνόμενους η αισιοδοξία επανήλθε ως ένα βαθμό . Όμως δεν γνώριζαν πως οι πολιορκητές ήταν αποφασισμένοι να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί , εφαρμόζοντας το πλέον  φιλόδοξο από τα σχέδια τους . Αν αποτύγχανε και αυτό θα γύριζαν πίσω στο ορμητήριο τους αφού ασφαλώς τιμωρούσαν τους υπαίτιους για την αποτυχία[28] .
Το ύστατο σχέδιο τους ήταν πολύ πιο σύνθετο από οτιδήποτε άλλο είχαν δοκιμάσει ως τότε στις δύο μέρες της πολιορκίας . Θα ήταν μια απευθείας επίθεση των πλοίων τους κατά των θαλασσίων τειχών . Πως θα γινόταν όμως αυτό ; Αφού άναψαν πολλές φωτιές έζευξαν ανά δύο τα πλοία τους , το ένα δίπλα στο άλλο , απόλυτα ενωμένα . Με σχοινιά και αλυσίδες έδεσαν τα πλάγια των πλοίων ώστε να μην μπορούν να χωριστούν ενώ με τα ξάρτια ύψωσαν τα κατάρτια και στη συνέχεια κρέμασαν στον αέρα τα πηδάλια του κάθε πλοίου και κατόρθωσαν να υψώσουν με τη βοήθεια σχοινιών τα κουπιά σε όλο το μήκος του καταστρώματος που διέτρεχαν αυτά [29]. Ουσιαστικά με αυτό το τέχνασμα κατάφεραν να φτιάξουν σε κάθε πλοίο και από έναν πύργο πιο ψηλό από τους αντίστοιχους των θαλασσίων τειχών ώστε να μπορούν από εκεί να πολεμούν τοξότες , βάλλοντας με ευκολία κατά των αμυνομένων στην ξηρά , ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και ένα είδος εκρηκτικού μίγματος με το οποίο είχαν γεμίσει αρκετά πήλινα σκεύη με στόχο να κατακάψουν τους ξύλινους αμυντικούς πύργους των τειχών[30] .
Έτσι ήλπιζαν πως η πλεονεκτικότερη θέση που θα είχαν έναντι των αμυνομένων αφού θα βρίσκονταν σε μεγαλύτερο ύψος θα τους έδινε την κρίσιμη υπεροχή για να καταφέρουν να φτάσουν ως τα τείχη και να εξουδετερώσουν τους υπερασπιστές τους[31].
Δυστυχώς για τους Θεσσαλονικείς ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλες τις προετοιμασίες των εχθρών τους μέσα στον φόβο γιατί όλα αυτά που έκαναν οι τελευταία ήταν σε μικρή απόσταση από τα τείχη , ενώ οι μεγάλες φωτιές που έκαιγαν σίγουρα δεν ήταν και η πιο ελπιδοφόρα εικόνα για εκείνες τις δύσκολες ώρες . Τότε ήταν που το ηθικό των αμυνομένων κλονίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά . Πίστεψαν πως ήταν αδύνατο πλέον να σωθούν και η Θεία Θέληση επέβαλε το θάνατο τους πέρα από κάθε δικιά τους προσπάθεια . Κάποιοι ελάχιστοι που διατηρούσαν το θάρρος τους έψαχναν τρόπους για να παρεμποδίσουν το σχέδιο των Αράβων , ουσιαστικά απαντώντας με το ίδιο νόμισμα , δηλαδή με τη χρήση εύφλεκτων υλικών που θα εξαπέλυαν κατά των πλοίων που θα προσέγγιζαν τα τείχη [32].
Ξημέρωνε πια η τρίτη ημέρα της πολιορκίας όταν οι Σαρακηνοί έθεσαν σε εφαρμογή το τελευταίο και πλέον επικίνδυνο σχέδιο τους . Με τρόμο οι Θεσσαλονικείς έβλεπαν τα ζεύγη των πλοίων να προσεγγίζουν αργά προς τα τείχη με τους υπερυψωμένους πύργους τους να ξεχωρίζουν . Πάνω στους πύργους βρίσκονταν πολεμιστές με τόξα , πέτρες και κιούπια γεμάτα με εύφλεκτα υλικά . Υπήρξαν κάποιοι ανάμεσα στους υπερασπιστές που εκείνες τις κρίσιμες στιγμές προσπάθησαν να αμυνθούν και εξαπέλυσαν τοξεύματα κατά των αραβικών πλοίων αλλά και εύφλεκτα υλικά , όμως ήταν απελπιστικά λίγοι καθώς η πλειοψηφία των προτίμησε να εγκαταλείψει τα τείχη αναζητώντας τη σωτηρία [33].
Αυτή η ξαφνική χαλάρωση της άμυνας λειτούργησε θετικά τους επιτιθέμενους που έβλεπαν πως οι πολιορκημένοι είχαν καταρρεύσει ψυχολογικά πολύ πριν επέλθει ουσιαστικά το αποφασιστικό πλήγμα από την πλευρά τους . Επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους στο τμήμα των τειχών που ήταν το πλέον εξασθενημένο και υπήρχε και το απαραίτητο βάθος στη θάλασσα ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν τα πλοία τους ώστε η πλώρη να είναι δυνατό να τα αγγίξει[34] . Καθώς πλησίαζαν δέχθηκαν ασθενή τοξεύματα από τους αμυνομένους που δεν ήταν πλέον ικανά να τους αποτρέψουν από το να πετύχουν τον πολυπόθητο στόχο τους [35]. Έτσι παρά τις τελευταίες προσπάθειες κάποιων λίγων υπερασπιστών της πόλης οι Άραβες κατάφεραν να φτάσουν στα θαλάσσια τείχη και να εξαπολύσουν από κοντά το εμπρηστικό τους μίγμα αλλά και τοξεύματα και πέτρες που προκαλώντας τρόμο στους ελάχιστους αμυνόμενους σε εκείνο το σημείο που με τη σειρά τους έσπευσαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους καθώς οι επιτιθέμενοι αποβιβάζονταν για να δώσουν την τελική μάχη[36] . Η θέα των άδειων προμαχώνων εν μέρει τους αιφνιδίασε καθώς γεννήθηκε μέσα τους η σκέψη μήπως ετοίμαζαν οι κάτοικοι κάποια ενέδρα ή τέχνασμα και αρχικά η προώθηση τους στην πόλη καθυστέρησε .
Όταν έπειτα από λίγο διαλύθηκε κάθε αμφιβολία πως πια η πόλη ήταν στο έλεος τους ειδοποίησαν και τα υπόλοιπα πλοία που με τη σειρά τους ξεκίνησαν να αποβιβάζουν στρατό για την τελική εκκαθάριση[37] .
Ήταν το τέλος της πολιορκίας.
Αυτό που θα ξεκινούσε ήταν μια σφαγή δίχως όρια , αφού οι Σαρακηνοί δεν ήταν διατεθειμένοι να δείξουν έλεος έπειτα από τις απώλειες που είχαν υποστεί κατά την τριήμερη πολιορκία της πόλης . Για τους Θεσσαλονικείς το όργιο βίας και αίματος θα σταματούσε μέρες μετά , σφραγίζοντας την μεγαλύτερη καταστροφή που είχε βρει την πόλη για εκατοντάδες χρόνια .


1 σχόλιο:

  1. Eξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ζωντανή αφήγηση.

    Συγχαρητήρια για το μπλογκ συνολικά!




    Brainstorm (protostrator.blogspot.com)

    ΑπάντησηΔιαγραφή